- ποδοκρουστία
- ποδο-κρουστία, ἡ, das Stampfen mit den Füßen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ποδοκρουστία — ἡ, Α το έντονο χτύπημα τών ποδιών σε ζωηρό χορό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κρουστία (< κρούστης< κρούω), πρβλ. θυρο κρουστία] … Dictionary of Greek
ποδοκρουστίαις — ποδοκρουστία stamping with the feet fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)